ἁδρέω
From LSJ
English (LSJ)
to be full-grown, matured, πυροὶ ἡδρηκότες Dsc.2.85:—Pass. forms ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον (-ούμενον), Hsch.
Spanish (DGE)
madurar πυροί Dsc.2.85, cf. Hsch.
• Etimología: Cf. ἁδρός.
German (Pape)
[Seite 37] reisen, Sp., trans. u. neutr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρέω: γίνομαι ἁδρός, ἤτοι ὡριμάζω, οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ.