ἐγκαταλλάσσω

From LSJ

Spanish (DGE)

transformar en v. pas. πότε καταξιωθῇ ἡ ψυχή μου τὸν ἔσω μου ἄνθρωπον ἐγκαταλλαγῆναι; Mac.Aeg.Serm.C 16.6.