ἐκφοίτησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, becoming public, J.AJ19.1.7.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
divulgación c. gen. obj. μὴ ὑπὸ Κλήμεντος ἐ. γένοιτο αὐτῶν I.AI 19.47, τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Clem.Al.Strom.5.10.66.
German (Pape)
[Seite 786] ἡ, das Herausgehen, τῶν λόγων εἰς πολλούς, das Bekanntwerden, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφοίτησις: -εως, ἡ, διάδοσις, τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Κλήμ. Ἀλ. 685.
Greek Monolingual
ἐκφοίτησις, η (Α)
διάδοση, γνωστοποίηση, κοινολόγηση.