ἐμβύω
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
[ῡ], stuff in, stop with a thing, Ar.V.128; ἔμβυσον τιμὴν εἰς τὴν χεῖρά τινι Herod.2.82.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
1 tapar, taponar ὅσ' ἦν τετρημένα ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι Ar.V.128, cf. Hsch., EM 334.15G.
•fig. ἔμβυσον εἰς τὴν χεῖρα Βατταρίῳ τιμήν plántale a Batario el precio en la mano Herod.2.82.
2 introducir para taponar, colocar a modo de tapón en v. pas. φύλλα τοῖς ὠσὶν ἐμβυόμενα Sch.Od.10.305.
German (Pape)
[Seite 807] (s. βύω), verstopfen; ἐνεβύσαμεν ῥακίοις Ar. Vesp. 128.
French (Bailly abrégé)
bourrer ; boucher avec.
Étymologie: ἐν, βύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβύω: затыкать (τὰ τετρημένα ῥακίοισι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβύω: ῡ: μέλλ. -ύσω, ἐμφράσσω, «βουλλώνω», «στουπώνω», ὅσα ἧν τετρημένα ἐνεβύσαμεν Ἀριστοφ. Σφ. 128.
Greek Monolingual
(AM ἐμβύω)
εμφράσσω, αποφράσσω.
Greek Monotonic
ἐμβύω: [ῡ], μέλ. -ύσω (ἐν), παραγεμίζω, στουμπώνω, φράζω, βουλώνω κάτι, σε Αριστοφ.