ἐμφανιστικός

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφανιστικός Medium diacritics: ἐμφανιστικός Low diacritics: εμφανιστικός Capitals: ΕΜΦΑΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emphanistikós Transliteration B: emphanistikos Transliteration C: emfanistikos Beta Code: e)mfanistiko/s

English (LSJ)

ἐμφανιστική, ἐμφανιστικόν,
A declaratory, λόγος Pl.Def.414e; expressive, Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. Eus.PE3.11, Dam.Pr.350; τὸ ἐμφανιστικὸν αὐτόθεν ἔχειν, of names which carry their own meaning, Ptol.Tetr.34.
II v. ἐμφανίσιμα.
2 ἐμφανιστικόν, τό, deposit paid on laying an information, PMasp.89.5 (vi A.D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1demostrativo λόγος Pl.Def.414e.
2 significativo, indicativo ὁ ἰδιωτισμὸς ... παρὰ πολὺ ἐμφανιστικώτερον Longin.31.1, c. gen. τῆς ἰσχύος Porph.Fr.359.33, cf. Dam.in Prm.350 (p.143), S.E.M.1.105
subst. τὸ ἐ. el significado τό τε αἴτιον καὶ τὸ ἐ. Ptol.Tetr.1.13.5.
II admin., subst. plu. τὰ ἐμφανιστικά tasa por la presentación de una notificación de denuncia, PMasp.32.42 (VI d.C.), Iust.Nou.56 (tít.).

German (Pape)

[Seite 819] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφᾰνιστικός: показывающий, доказывающий (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰνιστικός: -ή, -όν, ἐνδεικτικός, δηλωτικός, λόγος ἐμφανιστικὸς διὰ προγινωσκομένων Πλάτ. Ὅροι 414Ε· ἐκφραστικός, Λογγῖνος π. Ὕψ. 81. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμφανιστικός, -ή, -όν)
αρχ.
1. δηλωτικός, βεβαιωτικός
2. εκφραστικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφανιστικόν
α) η ιδιότητα ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη σημασία
β) χρηματική καταβολή με την κατάθεση μηνύσεως
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ἐμφανιστικά
εμφανίσιμα.