ἐξαυλακίζω
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
pour forth, πλοῦτον Lyd.Mag.2.8; ἑστίαν ib.3.65.
Spanish (DGE)
derramar, verter μηκέτι χωροῦντος τοῦ στόματος, χειμάρρου δὲ δίκην ἐξαυλακίζοντος τὴν ἑστίαν Lyd.Mag.3.65, fig. ἡ ὕπατος τιμὴ ... πλοῦτόν τε βαθὺν ... νιφάδων δίκην ἐξαυλακίζει τοῖς πολίταις la dignidad consular derrama gran riqueza sobre los ciudadanos a la manera de copos de nieve Lyd.Mag.2.8.
German (Pape)
[Seite 874] ausfurchen, austiefen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυλᾰκίζω: «’ξαυλακίζω», Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. τῆς Ρωμ. Πολ. 2. 8., 3. 65.