ἐξυφηγέομαι
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 890] führen, vorangehen, Soph. O. C. 1029.
French (Bailly abrégé)
ἐξυφηγοῦμαι;
marcher en avant, précéder.
Étymologie: ἐξ, ὑφηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῠφηγέομαι: идти вперед или впереди Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυφηγέομαι: ὑφηγέομαι, Σοφ. Ο. Κ. 1025.
Greek Monotonic
ἐξυφηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
to lead the way, Soph.