ἐπιγυμνάζω
From LSJ
English (LSJ)
exercise excessively, Philostr.Gym.51; exercise again, ib.53:—Pass, take exercise at or in, τοῖσι γυμνασίοισι Hp.Insomn.88: abs., dub. in Ph.1.467.
German (Pape)
[Seite 934] noch dazu, dabei üben, Philo; in der Übung zusetzen, Hippocr.
Greek Monolingual
ἐπιγυμνάζω (Α)
1. εξασκώ, γυμνάζω κάποιον εντατικά
2. γυμνάζω κάποιον επανειλημμένα
3. μέσ. ἐπιγυμνάζομαι
εξασκούμαι σε κάτι.