ἐπικοιτάζομαι
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
pass the night, Arist.HA599a30.
German (Pape)
[Seite 951] = Folgdm, ἐν τόποις, Arist. H. A. 8, 14.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικοιτάζομαι: проводить ночь, ночевать (ἐν τόποις, τισί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικοιτάζομαι: Ἀποθ., διέρχομαι τὴν νύκτα, κοιμῶμαι, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2.
Greek Monolingual
ἐπικοιτάζομαι (Α)
(αποθ.) κοιμάμαι, περνώ τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κοιτάζομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].