ἑταιρίδιον

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑταιρίδιον Medium diacritics: ἑταιρίδιον Low diacritics: εταιρίδιον Capitals: ΕΤΑΙΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: hetairídion Transliteration B: hetairidion Transliteration C: etairidion Beta Code: e(tairi/dion

English (LSJ)

Dim. of ἑταίρα, Ph. ap. Eus.PE8.14(pl.), Plu.2.808e, Hld.7.10.

German (Pape)

[Seite 1047] τό, dim. zu ἑταίρα, Plut. reip. ger. pr. 13 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite courtisane.
Étymologie: ἑταίρα.

Russian (Dvoretsky)

ἑταιρίδιον: (ῐδ) τό Plut. demin. к ἑταίρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρίδιον: ὑποκορ. τοῦ ἑταίρα, Πλούτ. 2. 808Ε.

Greek Monolingual

ἑταιρίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ονόμ. εταίρα) πορνίδιο («τοιαύτας χάριτας λαμβάνειν ἑταιριδίοις, οὐ στρατηγοῖς πρέπον ἐστίν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].