ἑταιρίδιον
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
Dim. of ἑταίρα, Ph. ap. Eus.PE8.14(pl.), Plu.2.808e, Hld.7.10.
German (Pape)
[Seite 1047] τό, dim. zu ἑταίρα, Plut. reip. ger. pr. 13 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite courtisane.
Étymologie: ἑταίρα.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρίδιον: (ῐδ) τό Plut. demin. к ἑταίρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρίδιον: ὑποκορ. τοῦ ἑταίρα, Πλούτ. 2. 808Ε.
Greek Monolingual
ἑταιρίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ονόμ. εταίρα) πορνίδιο («τοιαύτας χάριτας λαμβάνειν ἑταιριδίοις, οὐ στρατηγοῖς πρέπον ἐστίν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].