ἑτοιμομεμφής

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμομεμφής Medium diacritics: ἑτοιμομεμφής Low diacritics: ετοιμομεμφής Capitals: ΕΤΟΙΜΟΜΕΜΦΗΣ
Transliteration A: hetoimomemphḗs Transliteration B: hetoimomemphēs Transliteration C: etoimomemfis Beta Code: e(toimomemfh/s

English (LSJ)

ἑτοιμομεμφές, ready to censure, Eust.873.3.

German (Pape)

[Seite 1052] ές, zum Tadel bereit, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμομεμφής: -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.

Greek Monolingual

ἑτοιμομεμφής, -ές (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλομεμφής].