ἔγκρυπτος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
cocido entre cenizas, ἄρτος glos. a ἐσχαρίτης Hsch.
•subst. ὁ ἐ. un tipo de torta Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκρυπτος: -ον, κεκρυμμένος, ἔγκρυπτος δικαιοσύνη Θεοδώρητ. 2) αὐσιαστ., «πέμματος εἶδος» Ἡσύχ.