ἰδιότυπος

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐότῠπος Medium diacritics: ἰδιότυπος Low diacritics: ιδιότυπος Capitals: ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: idiótypos Transliteration B: idiotypos Transliteration C: idiotypos Beta Code: i)dio/tupos

English (LSJ)

ἰδιότυπον, of a peculiar form, Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1237] von eigenthümlicher Gestaltung, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιότῠπος: -ον, ὁ ἔχων ἴδιον τύπον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιότυπος, -ον)
αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος.
επίρρ...
ιδιοτύπως
ιδιορρύθμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τύπος (< τύπος), πρβλ. αντίτυπος, ζηλότυπος].