ἰλυσπάομαι

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλυσπάομαι Medium diacritics: ἰλυσπάομαι Low diacritics: ιλυσπάομαι Capitals: ΙΛΥΣΠΑΟΜΑΙ
Transliteration A: ilyspáomai Transliteration B: ilyspaomai Transliteration C: ilyspaomai Beta Code: i)luspa/omai

English (LSJ)

[ῑ], crawl, like a worm, Hp.Genit.5, Pl.Ti.92a, Meno Iatr.37.32, J.AJ1.1.4, BJ3.7.21, Plu.2.567b, Max.Tyr.26.6, Ael. NA8.14,9.32. (εἰλυσπ- Meno l.c., v.l. in Pl. l.c.)

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
se rouler ou se tortiller.
Étymologie: DELG iotacisme p. εἰλυσπάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλυσπάομαι: γραφόμενον καὶ εἰλυσπάομαι, ἀποθ., ἕρπω συστρεφόμενος ὡς σκώληξ, Πλάτ. Τίμ. 92Α, Αἰλ. π. Ζ. 8. 14., 9. 32, Πλούτ. 2. 567Β, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 4, Ἰουδ. Πόλ. 3, 7, 21. - οὐσιαστ. ἰλύσπᾰσις, εως, ἡ, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 9. - ἐπίθ. ἰλυσπαστικός, ή, όν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 20.

Russian (Dvoretsky)

ἰλυσπάομαι: (ῑλ), v.l. εἰλυσπάομαι ползать извиваясь, извиваться, пресмыкаться (ὥσπερ αἱ σκολόπενδραι Plut.): ἄποδα καὶ ἰλυσπώμενα Plat. (животные) безногие и пресмыкающиеся.

German (Pape)

εἰλυσπάομαι.