ἰσχυρόρριζος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ἰσχυρόρριζον, (ῥίζα) with strong root, Thphr. CP 2.12.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόρριζος: -ον, (ῥίζα) ἰσχυρὰν ἔχων ῥίζαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 3, κτλ.
Greek Monolingual
ἰσχυρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος].