ἰχθυοβόλος

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1276] = ἰχθυβόλος, Eust.

Greek Monolingual

ἰχθυοβόλος, -ον (AM)
μσν.
ιχθυβόλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰχθυοβόλον
η τρίαινα, το καμάκι ψαρέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο-βόλος, λιθο-βόλος.