ἱδρώεις

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱδρώεις Medium diacritics: ἱδρώεις Low diacritics: ιδρώεις Capitals: ΙΔΡΩΕΙΣ
Transliteration A: hidrṓeis Transliteration B: hidrōeis Transliteration C: idroeis Beta Code: i(drw/eis

English (LSJ)

ἱδρώεσσα, ἱδρώεν, causing sweat, πόνος B.12.57.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρώεις: εσσα, εν, ἔχων ἱδρῶτα, προξενῶν ἱδρῶτα, πόνον.. ἱδρώεντα Βακχυλ. ΧΙΙ ΧΙΙΙ 57, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

ἱδρώεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ιδρώτα
2. αυτός που προκαλεί ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδρω- (του ιδρώς, -ώτος) + -εις (πρβλ. ευρώεις)].