ἱεροδόκος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ἱεροδόκον, receiving sacrifices, or ἱερόδοκος, received in temples, A.Supp.363 (lyr., dub. l.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit les sacrifices.
Étymologie: ἱερός, δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροδόκος: получаемый в виде жертвы (θεῶν λήμματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροδόκος: -ον, δεχόμενος θυσίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 363.
Greek Monolingual
ἱεροδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος, σμηνοδόκος.