ὀγκῶμαι
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
Greek Monolingual
(Α ὀγκῶμαι, ὀγκάομαι)
(για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σε -άω (πρβλ. βοάω, βρυχάομαι, γοάω, μυκάομαι) που αντιστοιχεί με λατ. uncāre (για αρκούδα). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα enq- / onq- με σημ. «βογγώ, μουγκρίζω» και συνδέονται με αλβ. nekonj, αρχ. σλαβ. jaču, μέσο ιρλδ. ong
είναι πιθ. να οφείλονται σε ονοματοποιία (βλ. και λ. όκνος [ΙΙ]). Το ρ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή oncō].
Translations
Arabic: نَهَقَ; Azerbaijani: anqırmaq; Basque: arrantza egin; Bulgarian: рева като магаре; Catalan: bramar; Czech: hýkat; Dutch: balken; Finnish: kiljua, hirnua; French: braire; Galician: ornear; German: iahen, kreischen, schreien; Greek: γκαρίζω; Ancient Greek: βρωμάομαι; Hebrew: נער; Icelandic: rymja; Ido: bramar; Indonesian: meringkik; Italian: ragliare; Latin: onco; Maori: ngehengehe; Ngazidja Comorian: ulila; Norman: braithe; Portuguese: ornejar, zurrar; Serbo-Croatian: njakati, revati; Slovak: híkať; Spanish: rebuznar; Welsh: brefu, nadu