ὀλοθρευτικός

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοθρευτικός Medium diacritics: ὀλοθρευτικός Low diacritics: ολοθρευτικός Capitals: ΟΛΟΘΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: olothreutikós Transliteration B: olothreutikos Transliteration C: olothreftikos Beta Code: o)loqreutiko/s

English (LSJ)

ὀλοθρευτική, ὀλοθρευτικόν, destructive, Sch.Od.11.128.

German (Pape)

[Seite 325] verderblich, verderbend, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀλοθρευτικός, -ή, -όν) ολοθρευτής
εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός.