ολοθρευτής
From LSJ
Greek Monolingual
ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῖος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).
ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῖος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).