ὀμφαλοτομία

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλοτομία Medium diacritics: ὀμφαλοτομία Low diacritics: ομφαλοτομία Capitals: ΟΜΦΑΛΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: omphalotomía Transliteration B: omphalotomia Transliteration C: omfalotomia Beta Code: o)mfalotomi/a

English (LSJ)

ὀμφαλοτόμος, v. ὀμφαλητομία.

German (Pape)

[Seite 343] ἡ, v.l. für ὀμφαλητομία.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλοτομία: ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.

Greek Monolingual

η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.