ὀνοκόπος

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκόπος Medium diacritics: ὀνοκόπος Low diacritics: ονοκόπος Capitals: ΟΝΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: onokópos Transliteration B: onokopos Transliteration C: onokopos Beta Code: o)noko/pos

English (LSJ)

ὀνοκόπον, chipping millstones, Alex.13.

German (Pape)

[Seite 348] den Mühlstein, ὄνος, klopfend, schärfend, Poll. 7, 20 aus Alexis.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκόπος: -ον, ὁ κόπτων, κατεργαζόμενος μυλόπετρας, Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1, ἴδε μυλοκόπος.

Greek Monolingual

ὀνοκόπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυροκόπος.