ὀπηδῶ

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312

Greek Monolingual

ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, ὀπηδέω (Α) οπηδός
1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύωΕὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.)
2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ' ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῖ», Καλλ.).