Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀστρακηρός

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκηρός Medium diacritics: ὀστρακηρός Low diacritics: οστρακηρός Capitals: ΟΣΤΡΑΚΗΡΟΣ
Transliteration A: ostrakērós Transliteration B: ostrakēros Transliteration C: ostrakiros Beta Code: o)strakhro/s

English (LSJ)

ά, όν, of the nature of earthenware, [ζῷα] ὀ. testaceous animals, Arist. GA 763a30, PA679b12, al.

German (Pape)

[Seite 400] von der Art od. Beschaffenheit irdener Geschirre; – ζῷα ὀστρακηρά, Schaalthiere, Arist. H. A. 4, 4.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκηρός: зоол. черепокожий, одетый раковиной (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκηρός: -ά, -όν, ὁ ἔχων φύσιν ὀστρακίνην, ζῷα ὀστρακηρά, ἔχοντα ὀστράκινον περίβλημα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, κ. ἀλλ.· ἴδε ὀστρακόδερμος.

Greek Monolingual

ὀστρακηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει οστράκινο περίβλημα, οστρακόδερμος («ὀστρακηρὰ ζῷα» — τα οστρακόδερμα, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].