ὁλόλευκος
From LSJ
English (LSJ)
ὁλόλευκον, all white, τάριχος Antiph.186.3; χλαμύς Philetaer.20; στρόφιον Plu. Arat.53; ὄρνιθες Paus.8.17.3; albino, Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 325] ganz weiß; Antiphan. bei Ath. III, 118 d; Paus. 8, 17, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόλευκος: -ον, κατάλευκος, ὁλόασπρος, «κάτασπρος», τάριχος ἀντακαῖον ἐν μέσῳ πῖον, ὁλόλευκον, θερμὸν Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 3· χλαμὺς Φιλέταιρ. ἐν Ἀδήλ. 2.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).
Léxico de magia
-ον enteramente blanco de un gallo ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν ἀλεκτρυόνος τελείου ὁλολεύκου corta la cabeza de un gallo perfecto enteramente blanco P IV 36 ἔχων ὁλόλευκον ἀλέκτορα καὶ στρόβιλον toma un gallo enteramente blanco y una piña P II 73