ὁμοδίαιτα

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοδίαιτα Medium diacritics: ὁμοδίαιτα Low diacritics: ομοδίαιτα Capitals: ΟΜΟΔΙΑΙΤΑ
Transliteration A: homodíaita Transliteration B: homodiaita Transliteration C: omodiaita Beta Code: o(modi/aita

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, living in a common establishment, τὴν ὁ. ἐποιησάμην ἅμα αὐτῷ PLond.ined. 2231 (vi A. D.).

Greek Monolingual

ὁμοδίαιτα, ἡ (Μ)
το να ζει κάποιος σε κοινό χώρο, συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δίαιτα (πρβλ. αβροδίαιτα)].