ὁμοιόπυκνος

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόπυκνος Medium diacritics: ὁμοιόπυκνος Low diacritics: ομοιόπυκνος Capitals: ΟΜΟΙΟΠΥΚΝΟΣ
Transliteration A: homoiópyknos Transliteration B: homoiopyknos Transliteration C: omoiopyknos Beta Code: o(moio/puknos

English (LSJ)

ὁμοιόπυκνον, of similar density, τῶν ὁ. καὶ ἴσων χαλκῶν ὁ λεπτότερος [ψόφον ὀξύτερον ποιεῖ] Ptol.Harm.1.3.

Greek Monolingual

ὁμοιόπυκνος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια πυκνότητα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + πυκνός.