ὁμόζηλος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ὁμόζηλον,
A of like zeal, Ph.2.458, Nonn. D. 37.261; τινι with one, Ph.1.146.
II cultivating the same literary style, Anach. ap. S.E.M.7.56.
German (Pape)
[Seite 334] von gleichem Eifer, Studium; S. Emp. adv. log. 1, 56; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόζηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, μετὰ τινος, Φίλων 1. 146.
Greek Monolingual
ὁμόζηλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο
2. (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ζῆλος (πρβλ. μεγαλόζηλος)].