Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑμενώδης

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμενώδης Medium diacritics: ὑμενώδης Low diacritics: υμενώδης Capitals: ΥΜΕΝΩΔΗΣ
Transliteration A: hymenṓdēs Transliteration B: hymenōdēs Transliteration C: ymenodis Beta Code: u(menw/dhs

English (LSJ)

ες,
A = ὑμενοειδής (membrane-like, membranous), πόροι Arist.HA514a32; ὑστέραι ib.510b23; πλεύμων Id.PA669a34; (μήτρα) Thphr.HP1.6.1; τύπος, σῶμα, Sor.1.57,82; σύνδεσμοι, τένων, etc., Gal.UP1.15, 2.7, al.
II of liquids, containing fibres, full of membranous substances or full of membranous fibres, οὖρον Hp.Coac.571.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμενώδης: [ῠ], ες, = ὑμενοειδής, πόροι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ὑστέραι αὐτόθι 3. 1, 23· πλεύμων ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, πλήρης ὑμενωδῶν ὑλῶν ἢ ἰνῶν, οὖρον Ἱππ. Κωακ. Προγν. 123.

Greek Monolingual

-ες / ὑμενώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδήςυμενώδης λαβύρινθος του έσω ωτός»)
αρχ.
(για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες.

German (Pape)

[Seite 1178] ες, zsgzgn statt ὑμενοειδής, Arist. H. A. 1, 16.

Russian (Dvoretsky)

ὑμενώδης: Arst. = ὑμενοειδής (имеющий вид перепонки, пленочный).

Translations

membranous

Asturian: membranosu; Catalan: membranós; French: membraneux; Galician: membranoso; Greek: μεμβρανώδης; Ancient Greek: ὑμενοειδής, ὑμενώδης, δερματικός; Hungarian: membranózus; Irish: scannánach, sreabhnach; Italian: membranoso; Occitan: membranós; Polish: błoniasty, błonkowaty; Portuguese: membranoso; Russian: мембранный; Spanish: membranoso