ὑπερχέω

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερχέω Medium diacritics: ὑπερχέω Low diacritics: υπερχέω Capitals: ΥΠΕΡΧΕΩ
Transliteration A: hyperchéō Transliteration B: hypercheō Transliteration C: ypercheo Beta Code: u(perxe/w

English (LSJ)

cause to overflow, τὸ ὕδωρ (accus.) Aesop. in Glossaria vol. iii p.43:—Pass., overflow, overrun, of liquids, Arist.Pr.876a18, Mir. 837b9; ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον D.C.66.16; of the air, Hp.Aph.7.51; ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανές Arist.Mete.367a19; flow over, τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι Alciphr.Fr.5.4; τὰς -ομένας τοῦ ὄντος ἀρχάς Dam. Pr.61.

German (Pape)

[Seite 1204] (s. χέω), übergießen, überschwemmen, u. pass. überfließen; Arist. probl. 3, 34; ὑπερχεῖται ποταμός Plut. Rom. 5, u. oft; anch übertr., von einer Menschenmenge, Cat. mai. 14.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερχεῶ, ao. ὑπερέχεα;
Pass. ao. ὑπερεχύθην, pf. ὑπερκέχυμαι;
répandre par-dessus ; Pass. couler par-dessus bord, déborder et se répandre.
Étymologie: ὑπέρ, χέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερχέω: разливать, pass. переливаться, разливаться (τοῦ ποταμοῦ ὑπερχεομένου Plut.): ἀναζεῖν καὶ ὑπερχεῖσθαι Arst. взбурлить и разливаться.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχέω: μέλλ. -εῶ, χύνω ὑπεράνω, Δοσιθ. Μαγ. Ἑρμηνεύματα σ. 32 Böcking. - Παθ., χύνομαι ὑπεράνω, ὑπερχειλέω, πλημμυρῶ, ἐπὶ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 34, 1, π. Θαυμ. 89· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260· ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανὲς Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 8, 18· - μετὰ γεν., Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ χέω
1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)
2. (το παθ.) ὑπερχέομαι
α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῖται ὁ ποταμός», Πλούτ.
β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)
β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.
β. «εἰς ταῦτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῦν τες ἀλλήλους», Πλούτ.).