ὑπόδυμα

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδυμα Medium diacritics: ὑπόδυμα Low diacritics: υπόδυμα Capitals: ΥΠΟΔΥΜΑ
Transliteration A: hypódyma Transliteration B: hypodyma Transliteration C: ypodyma Beta Code: u(po/duma

English (LSJ)

-ατος, τό, tunic, undergarment, IG5(1).1390.19 (Andania, i B. C.): Medic., = ὑπεζωκὼς χιτών, the lining membrane of the chest (pleura), Cael.Aur.TP1.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδυμα: τό, ὑποδύτης, φόρεμα ὃ ὑποδύεταί τις, Ἐπιγραφ. Ἀνδρανίας L. et. F. 326 a. -Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. κεῖται ἡ λέξ. ὑπόδυμα μόνον ἐκ τοῦ Καιλίου Αὐρηλιανοῦ καὶ ἐν ὅλως ἄλλῃ σημασίᾳ, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
ὑπόδῠμα: τό, = ὑπόζωμα, Cael. Aurelianus Morb. chron. 1, 4, σ. 296.

Greek Monolingual

-ύματος, τὸ, Α ὑποδύω
1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα
2. ένδυμα, υποδύτης.