ὕψωσις
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A a raising high, τοῦ βραχίονος Gal.18(1).324, cf. 18(2).472.
2 hill, eminence, Str.7.5.10 (pl.).
II metaph., exalting, glorifying, αἱ ὑ. τοῦ Θεοῦ LXX Ps.149.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὕψωσις: έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς σήκωμα, ἡ τοῦ βραχίονος ὕψωσις Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 324, 12. ΙΙ. μεταφ., τὸ μεγαλύνειν, αἴνεσις, ἐξύμνησις, αἱ ὑψ. τοῦ Θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, β). ― Ἐν τῇ ἐκκλ. γλώσσῃ: (1) «ἡ ὕψωσις τοῦ ζωοποιοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τελετὴ γινομένη ἐν τῷ ἱερῷ, Ψευδογερμ. 448, Δαμασκ. 2, 57D, Στουδ. 1689, Κουροπ. 95, 12 (2)· ἡ ὕψωσις τοῦ σταυροῦ, ἑορτὴ ἢ μᾶλλον νηστεία πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Σωφρ. 3712D, Ἀνδρ. Κρήτ. 1017C, Κωνστ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 190, Ὡρολ. τὸ Μέγ. Σεπτ. 14.
German (Pape)
εως, ἡ, das Erhöhen, die Erhebung, αἱ ὑψώσεις Gegensatz von τὰ ἐπιπεδώτερα Strab. 7.5.10.