ὠχρομέλας
From LSJ
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
English (LSJ)
αινα, ᾰν, dark and sallow, of sufferers from jaundice, Id.17(2).66; of a type of jaundice, Hp. ap. Herod. Med. in Rh.Mus.49.554.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχρομέλᾱς: -αινα, ᾰν, μαυροκίτρινος, Γαλην. τ. 5, σ. 483, ἔκδ. Βασ.
Greek Monolingual
-αινα, -αν / ὠχρομέλας, -αινα, -αν, ΝΜΑ
μαυροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + μελάς «μαύρος»].
German (Pape)
[ᾱ], αινα, αν, bleichschwarz, Galen.