οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: ῥωμᾰϊστής | Medium diacritics: ῥωμαϊστής | Low diacritics: ρωμαϊστής | Capitals: ΡΩΜΑΪΣΤΗΣ |
Transliteration A: rōmaïstḗs | Transliteration B: rōmaistēs | Transliteration C: romaistis | Beta Code: rwmai+sth/s |
ῥωμαϊστοῦ, ὁ, actor of Latin comedies, IG11(2).133.81 (Delos, ii B.C.).
ο / ῥωμαϊστής, ΝΑ ῥωμαΐζω
αυτός που ασχολείται με την ιστορία και τους θεσμούς της αρχαίας Ρώμης και ιδίως νομικός ασχολούμενος ειδικά με το Ρωμαϊκό Δίκαιο
αρχ.
ηθοποιός τών λατινικών κωμωδιών.