bewitching
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English > Greek (Woodhouse)
adjective
soothing: V. θελκτήριος, κηλητήριος.
charming, delightful: Ar. and P. χαρίεις, P. εὔχαρις, ἐπίχαρις, ἐπαφρόδιτος, P. and V. τερπνός, ἡδύς, V. ἐφίμερος.