demora
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Spanish > Greek
ἐγκαθισμός, ἐνεδρεία, ἕδρα, ἐγκάθισμα, ἀναβολή, βράδος, ἐκπροθεσμία, διολκή, διαφορά, διαμέλλησις, διατριβή, διελκυσμός