difícil de soportar
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
Spanish > Greek
δυσδιάθετος, δυσδιακόμιστος, δύσφορος, δυσεκπόνητος, δυσανάσχετος, δυσεγκαρτέρητος, δυσκαρτέρητος, βαρύτλητος, δύστλητος, δύσοιστος, ἀδευκής, δυσάντητος