immenhuif
From LSJ
Dutch > Greek
γαυλός, κηρών, κυψέλη, κυψέλιον, μελίσσειον, μελισσία, μελίσσιον, μελισσουργεῖον, μελισσοφάτνη, μελιττία, μελίττιον, μελιττουργεῖον, μελιττοφάτνη, νεοσσιά, νεοσσιή, νεοττιά, νοσσιά, νοσσιή, σίμβλος, σμᾶνος, σμῆνος, τεῦχος