real
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English > Greek (Woodhouse)
adjective
genuine: P. ἀληθινός, ἀκίβδηλος, P. and V. γνήσιος; see true.
real property: P. φανερὰ οὐσία, ἡ.
property in real estate: P. οὐσία ἔγγειος, ἡ.
Spanish > Greek
ἀληθής, ἀληθινός, ἀνακτόριος, ἀνακώσιος, ἀνάξιος, ἄπλαστος, ἀπροσποίητος, ἀρχέτας, ἀρχικός, αὐθιγενής, ἄϋπνος, βασίλειος, βασιληίς, βασιλικός, βασιλίς