και ακαματεύγω1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης«άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε»2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης.ΠΑΡ. ακαμάτεμα].