ἀλόη

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A bitter aloes, Aloe vera, Dsc.3.22, Plu.2.141f, etc.    2 = ἀγάλλοχον, LXX Ca.4.15 (in Heb. form ἀλώθ), Ev.Jo.19.39.    3 ἀ. γαλλική, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3.    4 ἀ. ἡπατῖτις, hepatic aloes, Aloe Perryi, Gp.6.6.2.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, die Aloe, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλόη: ἡ, = ἡ ἀλόη, Διοσκ. 3. 25, Πλούτ., ὁ ἀλόας, ὁ ὀπὸς τῆς ἀλόης, Φιλοπ. ἐν Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 389. Hayd.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
aloès, plante.
Étymologie: -.

English (Strong)

of foreign origin (compare ἀκάνθινος); aloes (the gum): aloes.

English (Thayer)

(on the accent see Chandler § 149), (ης, ἡ, (commonly ξυλαλόν, ἀγάλλοχον), Plutarch, "the aloe, aloes: Herodotus, the Egyptians did), Hebrew אֲהָלִים and אֲהָלות (see Muhlau and Volck under the words), Alluwe; Linn.: Excoecaria Agallochum. Cf. Winer s RWB under the word Aloe (Low § 235; BB. DD.).

Greek Monolingual

η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)
ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείων
νεοελλ.
πικρή γεύση, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριον
νεοελλ.
αλοΐνες, αλοΐτης].