ἀνενεργησία

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A want of exercise, Sor.1.106; inactivity, Alex.Aphr.de An.74.27; as criticism of Sceptics by Stoics, Stoic.2.36.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, die Unwirksamkeit, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνενεργησία: ἡ, κατάστασις τοῦ ἀνενεργοῦς, τὸ μὴ ἀποτελεσματικόν, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 161.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 inactividad, falta de ejercicio físico Sor.80.14, Alex.Aphr.de An.74.27
inactividad, serenidad en el bautismo τῆς ἐνθέου ζωῆς Dion.Ar.EH M.3.396A, esp. de la contemplación, Dion.Ar.Myst.M.3.1001A.
2 pasividad, inacción de los estoicos, Chrysipp.Stoic.2.36, en los escritos de los epicúreos, Phld.AS p.101.

Greek Monolingual

η (AM ἀνενεργησία)
1. η απραξία, η αδράνεια
2. Θεολ. η αποφυγή της πολυπραγμοσύνης, η χριστιανική γαλήνη και ηρεμία
μσν.
η έλλειψη αποτελεσματικότητας, η αδυναμία
αρχ.
η έλλειψη άσκησης, προετοιμασίας.