ἀνενεργησία

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνενεργησία Medium diacritics: ἀνενεργησία Low diacritics: ανενεργησία Capitals: ΑΝΕΝΕΡΓΗΣΙΑ
Transliteration A: anenergēsía Transliteration B: anenergēsia Transliteration C: anenergisia Beta Code: a)nenerghsi/a

English (LSJ)

ἡ, want of exercise, Sor.1.106; inactivity, Alex.Aphr.de An.74.27; as criticism of Sceptics by Stoics, Stoic.2.36.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 inactividad, falta de ejercicio físico Sor.80.14, Alex.Aphr.de An.74.27
inactividad, serenidad en el bautismo τῆς ἐνθέου ζωῆς Dion.Ar.EH M.3.396A, esp. de la contemplación, Dion.Ar.Myst.M.3.1001A.
2 pasividad, inacción de los estoicos, Chrysipp.Stoic.2.36, en los escritos de los epicúreos, Phld.AS p.101.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, die Unwirksamkeit, Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνενεργησία:бездеятельность Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνενεργησία: ἡ, κατάστασις τοῦ ἀνενεργοῦς, τὸ μὴ ἀποτελεσματικόν, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 161.

Greek Monolingual

η (AM ἀνενεργησία)
1. η απραξία, η αδράνεια
2. Θεολ. η αποφυγή της πολυπραγμοσύνης, η χριστιανική γαλήνη και ηρεμία
μσν.
η έλλειψη αποτελεσματικότητας, η αδυναμία
αρχ.
η έλλειψη άσκησης, προετοιμασίας.