αξίωση

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀξίωσις) αξιώ
1. απαίτηση που βασίζεται σε δικαιώματα
2. (γενικά) απαίτηση
νεοελλ.
φρ. «έργο αξιώσεων» — αξιόλογο, ανώτερου επιπέδου έργο
αρχ.
1. το να θεωρείται κάτι άξιο, καλό
2. το να θεωρείται κάποιος άξιος
3. υπόληψη
4. χαρακτήρας
5. γνώμη, αρχή, αξίωμα
6. φρ. «ἀξίωσις ὀνομάτων» — καθιερωμένη σημασία των λέξεων.