ἀντεμφαίνω

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A oppose by a counter-statement, ἀ. ταῖς ἀποφάσεσιν Plb.18.28.12.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen anzeigen, widersprechen, τινί, Pol. 18, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεμφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, ἰσχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, ἀντιλέγω, χάριν τοῦ μηδὲν ἀντεμφαίνειν ταῖς ἡμετέραις ἀποφάσεσιν Πολύβ. 18. 11, 12: - ὡσαύτως, ἀντεμφανίζω, «ἀντεμφανίζων· ἀντιδεικνύς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

exposer une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἐμφαίνω.

Spanish (DGE)

exponer una opinión contraria ταῖς ἡμετέραις ἀποφάσεσιν Plb.18.28.12.

Greek Monolingual

ἀντεμφαίνω (Α)
ισχυρίζομαι το αντίθετο, αντιλέγω.