αντίχριστος

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (AM ἀντίχριστος)
νεοελλ.
1. εχθρός του Χριστού ή του χριστιανισμού, άθεος, ασεβής, αρνησίθρησκος
2. συνεκδ. κακός, σκληρός, απάνθρωπος
3. (ως κύριο όνομα) Αντίχριστος
ο Σατανάς, ο Διάβολος
αρχ.-μσν.
ο εκπρόσωπος του Σατανά, αντίπαλος του Χριστού που θα εμφανιστεί κατά την προφητεία πριν από τη συντέλεια του κόσμου.