(AM ἀπογυμνῶ, -όω)1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς2. αφοπλίζω3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύωνεοελλ.λεηλατώαρχ.1. αποκαλύπτω, φανερώνω2. εξηγώ3. (-ούμαι)γίνομαι ορατός, φανερώνομαι.