ξεγυμνώνω
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
(Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω)
1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον
2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες»)
3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη
νεοελλ.
1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή τα ελαττώματα κάποιου, ξεσκεπάζω τελείως
2. φρ. «σπαθί ξεγυμνωμένο»
(για πρόσ.) άνθρωπος με κοφτερό μυαλό και πολύ δραστήριος
μσν.
1. (σχετικά με πτηνό) μαδώ τα φτερά, ξεπουπουλίζω
2. (το μέσ.) ξεγυμνώνομαι
μτφ. αποστερούμαι, χάνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεγυμνωμένος, -η, -ον
α) γυμνός
β) μισόγυμνος
γ) φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-γυμνώνω (αόρ. ἐξ-εγύμνωσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].